ζήσιμος

ζήσιμος
η , ο[ν] жизнеспособный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ζήσιμος" в других словарях:

  • Ζήσιμος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τη Βαρβάσαινα Ηλείας. 1. Αθανάσιος. Πρόκριτος. Λεγόταν και Αθηναγόρας Δασκαλάκης. Διετέλεσε γραμματέας του Νέγρη και του Μαυροκορδάτου στη δυτική Στερεά Ελλάδα. Με την επιδρομή όμως του Ιμπραήμ στην Ελλάδα, πήρε τα… …   Dictionary of Greek

  • Λορεντζάτος, Ζήσιμος — (Αθήνα 1915 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη δοκιμιογραφία, την ποίηση και τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στον χώρο των… …   Dictionary of Greek

  • Andreas Zisimos — ( gr. Ανδρέας Ζήσιμος; born December 31, 1983 in Athens) is a freestyle swimmer from Greece. He won two medals at the 2005 Mediterranean Games, and represented his native country at two consecutive Summer Olympics, starting in 2004.References*… …   Wikipedia

  • Капетанакис, Димитриос — Димитриос Капетанакис греч. Δημήτριος Καπετανάκης Род деятельности: поэт, критик, переводчик, философ Дата рождения …   Википедия

  • Ιωάννου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αδαμάντιος. Φιλικός, από τις Κυδωνίες. Ήταν δάσκαλος και μύησε πολλούς συμπατριώτες του στην ιδέα του Αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, στη στεριά και στη θάλασσα. 2. Αλέξανδρος. Καταγόταν από… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»